ξεροβόρι

ξεροβόρι
το
βόρειος άνεμος ξηρός και ψυχρός, χωρίς βροχή..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + -βόρι (< βοριάς), πρβλ. λιο-βόρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεροβόρι — το ξερός και κρύος βορινός άνεμος: Το ξεροβόρι πάγωνε τα πάντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • ξυλιάζω — [ξύλο] 1. γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν το ξύλο («ξύλιασαν τα πόδια μου από το κρύο») 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκληρό και άκαμπτο όπως το ξύλο («το ξεροβόρι μού ξύλιασε τη μύτη») 3. ξυλοκοπώ, δέρνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”